top of page

Η ΜΙΚΡΗ ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

Kinder und Hausmarchen, Jacob και Wilhelm Grimm, 1857

Little red cap, μετάφραση στα Αγγλικά, Edgar Taylor και Marian Edwardes, 1876

Μετάφραση στα Ελληνικά, Δημήτρης Γραμμένος, 2016

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αξιαγάπητο μικρό κοριτσάκι που το αγαπούσαν όλοι, μα πιο πολύ από όλους η γιαγιά του και δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που δεν θα έδινε σε αυτό το παιδί. Μια φορά του χάρισε ένα σκούφο από κόκκινο βελούδο που της πήγαινε τόσο πολύ ώστε δεν φορούσε ποτέ τίποτε άλλο - έτσι, όλοι το φώναζαν πάντα «Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα». Μια μέρα, η μητέρα της τη φώναξε και της είπε: «Έλα, Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε ένα κομμάτι κέικ και ένα μπουκάλι κρασί και πήγαινέ τα στη γιαγιά σου. Είναι άρρωστη και αδύναμη, και θα της κάνουν καλό. Πήγαινε μόνο προτού αρχίσει να κάνει πολλή ζέστη. Καθώς θα πηγαίνεις, να περπατάς όμορφα και ήσυχα και να μην απομακρυνθείς από το μονοπάτι, αλλιώς μπορεί να πέσεις και να σπάσεις το μπουκάλι, και μετά η γιαγιά σου δεν θα πάρει τίποτα. Όταν μπεις στο δωμάτιό της μην ξεχάσεις να πεις «καλημέρα» και μην αρχίσεις να κρυφοκοιτάς σε κάθε γωνιά πριν το κάνεις αυτό.  

- Θα προσέχω πάρα πολύ, υποσχέθηκε η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα στη μητέρα της.

 

Η Γιαγιά ζούσε βαθιά μέσα στο δάσος, μακριά από το χωριό και μόλις η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα μπήκε στο δάσος, τη συνάντησε ένας λύκος. Η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήξερε πόσο κακό πλάσμα ήταν, και δεν τον φοβόταν καθόλου.

 

- Καλημέρα, Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα, είπε ο λύκος.

- Ευχαριστώ, λύκε

- Για πού το έβαλες τόσο νωρίς, Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα;

- Για το σπίτι της γιαγιάς μου.

- Τι έχεις μέσα στην ποδιά σου;

- Κέικ και κρασί. Χθες ήταν μέρα ψησίματος, έτσι η καημένη η άρρωστη γιαγιά θα έχει κάτι καλό για να την δυναμώσει.

- Και πού μένει η γιαγιά σου, Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα;

- Περίπου μισό χιλιόμετρο από εδώ. Το σπίτι της είναι κάτω από τις τρεις μεγάλες βελανιδιές, οι φουντουκιές είναι λίγο παρακάτω – σίγουρα θα το γνωρίζεις, απάντησε η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα.

 

Ο λύκος σκέφτηκε: «Τι τρυφερό πλάσμα! Τι όμορφη παχουλή μπουκιά – είναι καλύτερα να φάω αυτήν παρά τη γριά. Πρέπει να δράσω με πονηριά, για να τις πιάσω και τις δύο.» Έτσι, περπάτησε για λίγο δίπλα στη Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα και μετά είπε:

- Κοίτα Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα πόσο όμορφα είναι τα λουλούδια εδώ γύρω. Γιατί δε ρίχνεις μια ματιά; Πιστεύω επίσης, ότι δεν ακούς πόσο γλυκά κελαηδούν τα πουλιά. Περπατάς τόσο σκυθρωπή λες και πηγαίνεις στο σχολείο, ενώ όλα τριγύρω στο δάσος είναι χαρούμενα.

 

Η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα σήκωσε τα μάτια της και όταν είδε τις ηλιαχτίδες να χορεύουν εδώ κι εκεί ανάμεσα στα δέντρα και τα όμορφα λουλούδια που φύτρωναν παντού, σκέφτηκε: «Υποθέτω πως αν έπαιρνα στη γιαγιά ένα φρέσκο μπουκέτο θα την ευχαριστούσε. Είναι τόσο νωρίς που πάλι θα φθάσω εκεί εγκαίρως.» Κι έτσι έτρεξε από το μονοπάτι μέσα στο δάσος για να ψάξει για λουλούδια. Και κάθε φορά που μάζευε ένα, πίστευε ότι είχε δει ένα ομορφότερο λίγο παρακάτω, κι έτρεχε ξοπίσω του, κι έτσι έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος.

 

Εντωμεταξύ, ο λύκος έτρεξε κατευθείαν  στο σπίτι της Γιαγιάς και κτύπησε την πόρτα.

- Ποιος είναι;.

- Η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα, απάντησε ο λύκος. Φέρνω κέικ και κρασί, άνοιξε την πόρτα.

- Σήκωσε το μάνταλο, φώναξε η γιαγιά, είμαι πολύ αδύναμη και δεν μπορώ να σηκωθώ.

Ο λύκος σήκωσε το μάνταλο, η πόρτα άνοιξε μονομιάς, και χωρίς να πει λέξη πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι της γιαγιάς και της καταβρόχθισε. Στη συνέχεια, έβαλε τα ρούχα της, έβαλε τη σκούφια της, ξάπλωσε στο κρεβάτι και τράβηξε τις κουρτίνες.

 

Όλο αυτό το διάστημα, η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα τριγύριζε μαζεύοντας λουλούδια, και όταν πλέον είχε μαζέψει τόσα πολλά που δε μπορούσε πλέον να κουβαλήσει άλλα, θυμήθηκε τη γιαγιά της και πήρε το δρόμο για το σπίτι της.

 

Προς μεγάλη της έκπληξη η πόρτα του σπιτιού ήταν διάπλατα ανοιχτή και όταν μπήκε στο δωμάτιο, ένιωσε ένα πολύ περίεργο συναίσθημα και μονολόγησε: «Ω, Θεέ μου! Πόσο ανήσυχη αισθάνομαι σήμερα, ενώ άλλες φορές μου αρέσει τόσο πολύ να είμαι με τη Γιαγιά.» Και μετά φώναξε: «ΚΑΛΗΜΕΡΑ!» αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Έτσι, κατευθύνθηκε στο κρεβάτι και τράβηξε τις κουρτίνες. Εκεί ήταν ξαπλωμένη η γιαγιά της, με ολόκληρη τη σκούφια κατεβασμένη πάνω στο πρόσωπό της κι έδειχνε πολύ περίεργη.

- Ω, Γιαγιά, είπε, πόσο μεγάλα αυτιά έχεις!

- Για να σε ακούω καλύτερα, παιδί μου, ήταν η απάντηση.

- Μα, Γιαγιά, πόσο μεγάλα μάτια έχεις! είπε η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα.

- Για να σε βλέπω καλύτερα, αγαπητή μου.

- Μα, Γιαγιά, πόσο μεγάλα χέρια έχεις!

- Για να σε αγκαλλιάζω καλύτερα.

- Ω! Μα, Γιαγιά, πόσο απαίσια μεγάλο στόμα έχεις!

- Για να σε φάω καλύτερα! είπε ο λύκος, και με έναν πήδο βρέθηκε έξω από το κρεβάτι και κατάπιε τη Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα.

 

Όταν ο λύκος χόρτασε την όρεξη του, ξάπλωσε και πάλι στο κρεβάτι, αποκοιμήθηκε κι άρχισε να ροχαλίζει πολύ δυνατά.

 

Ο κυνηγός περνούσε εκείνη την ώρα έξω από το σπίτι και σκέφτηκε: «Πω! Πω! Πως ροχαλίζει έτσι η γριά! Πρέπει να δω μήπως χρειάζεται κάτι!» Έτσι, πήγε στο δωμάτιο και όταν έφτασε στο κρεβάτι είδε ότι ο λύκος ήταν ξαπλωμένος εκεί. «Σε βρίσκω επιτέλους παλιοβρωμιάρη!» είπε. «Σε ψάχνω εδώ και πολύ καιρό!» Μετά, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να τον πυροβολήσει, σκέφτηκε ότι ο λύκος μάλλον θα είχε καταβροχθίσει τη γιαγιά, και ότι θα μπορούσε ακόμα να σωθεί. Έτσι, δεν πυροβόλησε, αλλά πήρε ένα ψαλίδι κι άρχισε να κόβει το στομάχι του λύκου που κοιμόταν. Μετά τις δυο πρώτες ψαλιδιές είδε να ξεπροβάλει η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα, και μόλις έκανε άλλες δυο, το μικρό κορίτσι πετάχτηκε έξω κλαίγοντας: «Αχ, πόσο φοβήθηκα! Πόσο σκοτεινά ήταν μέσα στον λύκο!» Μετά βγήκε και η Γιαγιά ζωντανή, αλλά ανέπνεε με δυσκολία.

 

Η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα πήγε γρήγορα κι έφερε πέτρες και γέμισε την κοιλιά του λύκου. Κι αυτός μόλις ξύπνησε προσπάθησε να τρέξει μακριά, αλλά οι πέτρες ήταν τόσο βαριές, που κατέρρευσε μονομιάς και πέθανε.

 

Μετά και οι τρεις ήταν πανευτυχείς. Ο κυνηγός έγδαρε το τομάρι του λύκου και το πήρε σπίτι του. Η Γιαγιά έφαγε το κέικ και ήπιε το κρασί που είχε φέρει η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα και ανέκαμψε, ενώ η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα σκέφτηκε: «Όσο ζω, δεν θα εγκαταλείψω ποτέ ξανά το μονοπάτι για να τρέξω μέσα στο δάσος, όταν η μητέρα μου, μου έχει απαγορέψει να το κάνω αυτό.»

 

Είναι επίσης σχετικό, ότι μια άλλη φορά, που η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα πήγαινε πάλι κέικ στην ηλικιωμένη γιαγιά της, ένας άλλος λύκος τής μίλησε και προσπάθησε να την δελεάσει για να ξεφύγει από το μονοπάτι. Η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα όμως ήταν προσεκτική και πήγε κατευθείαν στον προορισμό της. Είπε στη γιαγιά της ότι συνάντησε τον λύκο κι ότι εκείνος της είπε «καλημέρα», αλλά με τόσο κακό βλέμμα στα μάτια του, που αν δεν βρίσκονταν στο δημόσιο δρόμο, ήταν σίγουρη ότι θα την έτρωγε. «Καλά,» είπε η γιαγιά, «θα κλείσουμε την πόρτα, ώστε να μην μπορεί να μπει.» Μετά από λίγο, ο λύκος χτύπησε την πόρτα, και φώναξε: «Άνοιξε την πόρτα γιαγιά, είμαι η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα, και σου φέρνω μερικά κέικ.» Αλλά εκείνες δεν μίλησαν, ούτε και άνοιξαν την πόρτα. Έτσι ο λύκος, αφού έκανε δυο-τρεις φορές το γύρο του σπιτιού, τελικά πήδηξε στην σκεπή, με πρόθεση να περιμένει μέχρι να γυρίσει η Μικρή Κοκκινοσκουφίτσα το βράδυ σπίτι της για να την ακολουθήσει και να την καταβροχθίσει μέσα στο σκοτάδι. Όμως η γιαγιά αντιλήφθηκε τις σκέψεις του. Μπροστά από το σπίτι ήταν μια μεγάλη πέτρινη γούρνα. Έτσι, είπε στο παιδί: «Πάρε τον κουβά, Κοκκινοσκουφίτσα. Έφτιαξα μερικά λουκάνικα χθες. Πάρε λοιπόν το νερό μέσα στο οποίο τα έβρασα και γέμισε τη γούρνα.»  Η Κοκκινοσκουφίτσα κουβάλησε νερό ώσπου η γούρνα γέμισε εντελώς. Μετά, η μυρωδιά από τα λουκάνικα έφθασε στον λύκο. Αυτός, μύρισε και προσπάθησε να κρυφοκοιτάξει προς τα κάτω, αλλά τελικά τέντωσε τον λαιμό του τόσο πολύ που δεν μπορούσε πλέον να κρατηθεί πάνω στη σκεπή κι άρχισε να γλιστρά. Έτσι γλίστρησε από την σκεπή κατευθείαν μέσα στη μεγάλη γούρνα και πνίγηκε. Η Κοκκινοσκουφίτσα επέστρεψε χαρούμενη στο σπίτι της και κανείς ποτέ ξανά δεν έκανε κάτι για να τη βλάψει.

 

 

ΤΕΛΟΣ

bottom of page